-ποιώ

-ποιώ
ποιῶ, ΝΜΑ
β' συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε -ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β' συνθετικό -ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη και ειδικά στη Νέα Ελληνική με αποτέλεσμα να σχηματιστούν ρ. σε -ποιώ χωρίς τη μεσολάβηση αντίστοιχων ονομάτων (πρβλ. μοσχοποιώ και χρησιμοποιώ, συστηματοποιώ, μονιμοποιώ, νομιμοποιώ, ρευστοποιώ). Ανάλογο σχηματισμό με τα -ποιώ παρατηρείται στα -λογώ βλ. λ.. Για τη σημ. τών ρ. σε -ποιώ βλ. λ. -ποιός.Σύνθ. με β' συνθετικό –ποιώ: αγιοποιώ, αλευροποιώ, δραματοποιώ, ειδοποιώ, ειδωλοποιώ, ενοποιώ, ενοχοποιώ, ζωοποιώ, θεοποιώ, ικανοποιώ, ισχυροποιώ, κακοποιώ, κοινοποιώ, μαζοποιώ, μεγαλοποιώ, μελοποιώ, μηχανοποιώ, μορφοποιώ, μυθοποιώ, οινοποιώ, παιδοποιώ, πιστοποιώ, πνευματοποιώ, πολτοποιώ, προσωποποιώ, στερεοποιώ, σχηματοποιώ, σωματοποιώ, τεκνοποιώ, τελειοποιώ, τεφροποιώ, τυροποιώ, υγροποιώ, χαροποιώ
αρχ.
αγαθοποιώ, αγαλματοποιώ, αγλαοποιώ, αγριοποιώ, αιματοποιώ, αισιοποιώ, αισχροποιώ, αμηχανοποιώ, ανδριαντοποιώ, ανθρωποποιώ, αριστοποιώ, αρματοποιώ, αρρενοποιώ, αρτοποιώ, αστροποιώ, γαλακτοποιώ, γελωτοποιώ, γεφυροποιώ, γλωττοποιώ, γονοποιώ, δεινοποιώ, δειπνοποιώ, δικαιοποιώ, δογματοποιώ, δολοποιώ, δοξοποιώ, δουλοποιώ, εγκυοποιώ, εδαφοποιώ, ειρηνοποιώ, ελαιοποιώ, ελευθεροποιώ, ελπιδοποιώ, ευλογοποιώ, εχθροποιώ, ζυγοποιώ, ηθοποιώ, ημεροποιώ, θαυματοποιώ, θεματοποιώ, θεσμοποιώ, θηκοποιώ, θηριοποιώ, θησαυροποιώ, θορυβοποιώ, θυμοποιώ, ιαμβοποιώ, ιδιοποιώ, ιεροποιώ, καθαροποιώ, καινοποιώ, καλοποιώ, κερατοποιώ, κοινωνοποιώ, κοπροποιώ, κοσμοποιώ, κρανοποιώ, λειοποιώ, λεπτοποιώ, λιθοποιώ, λιπαροποιώ, λογοποιώ, λυχνοποιώ, μακροποιώ, μαλακοποιώ, μαρτυροποιώ, μεγεθοποιώ, μελιτοποιώ, μεριμνοποιώ, μετροποιώ, μικροποιώ, μοσχοποιώ, μουσοποιώ, μωροποιώ, νεαροποιώ, νεοποιώ, νεοσσοποιώ, νεωποιώ, νεωτεροποιώ, νησοποιώ, νομοποιώ, νοσοποιώ, ξηροποιώ, ογκοποιώ, οδοντοποιώ, οδοποιώ, οικειοποιώ, ολιγοποιώ, ολισθοποιώ, ολοποιώ, ονοματοποιώ, οντοποιώ, οπλοποιώ, οργανοποιώ, οχλοποιώ, οψοποιώ, πενθοποιώ, πηλοποιώ, πιθανοποιώ, πληθοποιώ, πλινθοποιώ, πολεμοποιώ, πτεροποιώ, πυκνοποιώ, σεμνοποιώ, σιτοποιώ, σκευοποιώ, σκληροποιώ, σπερματοποιώ, στασιοποιώ, στεγνοποιώ, στιλβοποιώ, στιχοποιώ, στυγνοποιώ, σφαιροποιώ, ταυτοποιώ, ταφροποιώ, τειχοποιώ, τερατοποιώ, τεχνοποιώ, τοξοποιώ, τρανοποιώ, τραπεζοποιώ, τριχοποιώ, τρομοποιώ, τροχοποιώ, υπνοποιώ, υφαντοποιώ, φανεροποιώ, φαρμακοποιώ, φθοροποιώ, φιλοποιώ, φοβεροποιώ, φοβοποιώ, φωτοποιώ, χαριτοποιώ, χλοοποιώ, χορδοποιώ, χυλοποιώ, ψευδοποιώ
νεοελλ.
αεριοποιώ, ακινητοποιώ, αναισθητοποιώ, ανεξαρτητοποιώ, ανθρακοποιώ, αξιοποιώ, απλοποιώ, αποκρατικοποιώ, βιομηχανοποιώ, γελοιοποιώ, γνωστοποιώ, γονιμοποιώ, διαφοροποιώ, διεθνοποιώ, εθνικοποιώ, επισημοποιώ, ευαισθητοποιώ, ηθικοποιώ, κεφαλαιοποιώ, κινηματογραφοποιώ, κινητοποιώ, κοινωνικοποιώ, κονιοποιώ, κονσερβοποιώ, κρατικοποιώ, κωδικοποιώ, κωμωδοποιώ, μαζικοποιώ, μονιμοποιώ, νομιμοποιώ, οριστικοποιώ, πολιτικοποιώ, πραγματοποιώ, προειδοποιώ, ρευστοποιώ, σελιδοποιώ, σταθεροποιώ, συγκεκριμενοποιώ, συστηματοποιώ, τακτοποιώ, τραγωδοποιώ, τροποποιώ, τυποποιώ, υαλοποιώ, υλοποιώ, χαλυβοποιώ, χρησιμοποιώ, ωραιοποιώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • ποιῶ — ποιέω make pres subj act 1st sg (attic epic doric) ποιέω make pres ind act 1st sg (attic epic doric) ποιός of a certain nature masc/neut gen sg (doric aeolic) ποιόω make of a certain quality pres subj act 1st sg ποιόω make of a certain quality… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιῷ — ποιός of a certain nature masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιώ — ποιός of a certain nature masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίω — ποί̱ω , ποῖος of what kind? masc/neut nom/voc/acc dual ποί̱ω , ποῖος of what kind? masc/neut gen sg (doric aeolic) ποιέω make pres subj act 1st sg (doric) ποιέω make pres ind act 1st sg (doric) ποιόω make of a certain quality pres imperat act 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίῳ — ποί̱ῳ , ποῖος of what kind? masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιῶι — ποιῷ , ποιός of a certain nature masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • θειοποιώ — θειοποιῶ, έω (Α) θεοποιώ, κάνω κάποιον ή κάτι θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. θαυματο ποιώ (< θαυματο ποιός), λιθο ποιώ (< λιθο ποιός)] …   Dictionary of Greek

  • θεματοποιώ — θεματοποιῶ, έω (Α) σχηματίζω θέμα ή ρίζα, κάνω ένα θέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα, τος + ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. ζωο ποιώ (< ζωοποιός), θαυματο ποιώ (< θαυματοποιός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”